αβυσσαίος

αβυσσαίος
-α, -ο [άβυσσος, η]
ο σχετικός με την άβυσσο
λέγεται για ψάρια ή διάφορους οργανισμούς που ζουν σε μεγάλα θαλάσσια βάθη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αβυσσαίος — α, ο αυτός που ζει στα μεγάλα βάθη των θαλασσών: Στα μεγάλα θαλάσσια βάθη ζουν οι αβυσσαίοι οργανισμοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άβυσσος — Φυσική κοιλότητα στον φλοιό της Γης, πολύ βαθιά και κάθετη. Ά. υπάρχουν τόσο στα τμήματα ξηράς που έχουν αναδυθεί (π.χ. η ά. Μπερταρέλι στην Ιστρία, η Σπλούγκα ντέλα Πρέτα στην Ιταλία, κοντά στη Βερόνα, το βάραθρο του Μπερζέ στη ΝΔ Γαλλία) όσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”